- διπλοθλαστικότητα
- ηη ιδιότητα του διπλοθλαστικού.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Τιμ. Αργυρόπουλο]
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πόλωση — Φαινόμενο χαρακτηριστικό των εγκάρσιων κυμάτων –ιδιαίτερα των φωτεινών– που συνίσταται στην ταλάντωση των κυμάτων κατά ένα ορισμένο επίπεδο, το οποίο περιέχει τη διεύθυνση διάδοσης· το κάθετο επίπεδο προς εκείνο στο οποίο γίνεται η ταλάντωση… … Dictionary of Greek
ασβεστίτης — Το σημαντικότερο ορυκτό που προέρχεται από το ασβέστιο. Είναι ανθρακικό ασβέστιο (CaCO3) και το κύριο συστατικό πολυάριθμων πετρωμάτων, όπως οι ασβεστόλιθοι, οι δολομίτες, οι μάργες κ.ά. Κρυσταλλώνεται στη διστριγωνική σκαληνοεδρική τάξη, η οποία … Dictionary of Greek
Κερ, Τζον — (John Κerr, Γλασκόβη 1824 – 1907). Σκοτσέζος φυσικός. Σπούδασε αρχικά θεολογία και αργότερα δίδαξε μαθηματικά στην πατρίδα του, ενώ συνεργάστηκε στενά με τον Τόμσον. Έγινε διάσημος στον τομέα της ηλεκτρομαγνητικής για τις ανακαλύψεις του, οι… … Dictionary of Greek
λίθοι, πολύτιμοι — Έτσι ονομάζονται τα ορυκτά (γενικώς κρυσταλλικά, αλλά μερικές φορές και άμορφα) που χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικά αντικείμενα εξαιτίας της ωραιότητας, της σκληρότητας και της σπανιότητάς τους, αφού υποβληθούν πρώτα σε ειδική κατεργασία.… … Dictionary of Greek